- ὑπορραπίζω
- ὑπορρᾰπίζω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπορραπίζω — Α χτυπώ από κάτω και θέτω σε κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥαπίζω «χτυπώ, χαστουκίζω»] … Dictionary of Greek